- στατικοῦ
- στατικόςcausing to standmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek
αντιστατικός — ή, ο (Α ἀντιστατικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που περιορίζει τον σχηματισμό στατικού ηλεκτρισμού αρχ. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος ν αντισταθεί … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ηλεκτροφόρος — α, ο (Μ ἠλεκτροφόρος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει ηλεκτρισμό, ο αγωγός τού ηλεκτρισμού («ηλεκτροφόρο σύρμα») 2. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτροφόρα μηχανή») 3. το ουδ. ως ουσ. το ηλεκτροφόρο όργανο που επιτρέπει την παραγωγή μικρών… … Dictionary of Greek
ρεφορμισμός — Μέθοδος πολιτικής δράσης, που επιδιώκει να αλλάξει την υπάρχουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση με την εφαρμογή οργανικών και βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων. Αντιτίθεται από το ένα μέρος στις επαναστατικές μεθόδους και από το άλλο στις αντιλήψεις του … Dictionary of Greek
τετραπολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τετράπολο 2. φρ. α) «τετραπολικός συντονισμός» φυσ. κβαντικό φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο ορισμένοι ατομικοί πυρήνες, καθώς συμπεριφέρονται ως ηλεκτρικά τετράπολα, είναι δυνατόν να απορροφήσουν… … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
αρνητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που περιέχει ή εκφράζει άρνηση: Η απάντησή του ήταν αρνητική. 2. «αρνητικά μόρια», άκλιτα μέρη του λόγου που φανερώνουν άρνηση (δεν, ποτέ, πουθενά κτλ.) 3. «αρνητικοί αριθμοί», αυτοί που έχουν στην αρχή τους το σημάδι πλην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλεκτροστατική — η κλάδος της φυσικής που μελετά τα φαινόμενα του στατικού ηλεκτρισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)